Θα πρέπει –αν θυμάμαι καλά- να ήταν το τελευταίο δεκαήμερο του προηγούμενου μήνα όταν, ανεβαίνοντας την Κηφισίας –προς την Κηφισιά- λίγο μετά το Ψυχικό, είδα αριστερά κάτω από τη νησίδα που χωρίζει στα δύο τη λεωφόρο, ένα σκοτωμένο γατάκι.

Το κεφαλάκι του ήταν κρυμμένο στη βάση του κράσπεδου, αλλά το υπόλοιπο σωματάκι του ήταν ξαπλωμένο σαν να κοιμάται κι η τιγρέ κόκκινη γουνίτσα του γυάλιζε στον ανοιξιάτικο ήλιο, σαν να ήταν ακόμα ζωντανή. Άρα ο θάνατός του θα ήταν πρόσφατος, το περασμένο βράδυ, ή νωρίς το ίδιο πρωί.

Στην άκρη του δρόμου, σε μια ρωγμή του τσιμέντου, τα λίγα φυλλαράκια φρέσκο χορτάρι που είχαν καταφέρει να φυτρώσουν, είχαν ανθίσει με κάποια μικροσκοπικά άσπρα λουλουδάκια, σαν προσφορά στο θάνατο του μικρού, όμορφου πλάσματος. Ένα θάνατο που φάνταζε διπλά σκληρός και παράταιρος κάτω απ’ τη γλύκα του ανοιξιάτικου ήλιου. Ένα θάνατο που δεν έκανε καμμιά διαφορά στη ζωή που συνέχιζε όλο θόρυβο γύρω απ’ το κοκκινομάλλικο πτωματάκι. Χιλιάδες άνθρωποι. Ο καθένας με τις σκέψεις και τις έγνοιες του. Ο καθένας με το δικό του κόσμο. Ποιος να νοιαστεί για ένα πεθαμένο κοκκινομάλλικο γατί;

Τις επόμενες εβδομάδες κάθε φορά που περνούσα, το πτωματάκι βρισκόταν εκεί. Κάθε μέρα έχανε όλο και πιο πολύ κάθε ανάμνηση ζωής, ζάρωνε και μίκραινε και η γούνα του ξεθώριαζε στο άχρωμο γκρι χρώμα του θανάτου. Και κανείς άνθρωπος, όχι μόνο δεν στεκόταν να λυπηθεί γι’αυτό που κάποτε ήταν ένα όμορφο ζωάκι, αλλά ούτε μάζευε καν το πτωματάκι του για να καθαρίσει το δρόμο.

Μέχρι που, τη Μεγάλη Δευτέρα, η καταιγίδα και τα φραγμένα φρεάτια «στόλισαν» τους δρόμους με μαύρα ρυάκια και άθλιες λασπολακκούβες. Τότε είδα για τελευταία φορά ένα γκρίζο κουρέλι να πλέει μέσα σε μια λιμνούλα μαύρο νερό και να πηγαινοέρχεται κάθε φορά που ένα αυτοκίνητο περνούσε κι εκσφενδόνιζε δεξιά κι αριστερά νερά με τις ρόδες του. Κανείς οδηγός δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το άθλιο κουρέλι που έπλεε πέρα-δώθε, ήταν κάποτε ένα όμορφο, παιχνιδιάρικο, κοκκινομάλλικο γατί.

Και θυμήθηκα το παραμύθι του Όσκαρ Ουάιλντ, τον Ευτυχισμένο Πρίγκηπα, που γράφει ότι, κάποτε, ο Θεός έστειλε έναν άγγελο να βρει τα πιο πολύτιμα πράγματα στη γη. Κι ο άγγελος βρήκε ένα νεκρό αηδόνι και τη συντριμμένη καρδιά ενός αγάλματος…

1 Response

Δημοσίευση σχολίου