Όταν κανείς φτάνει στο απόλυτο της κούρασης, τότε είναι που ανακαλύπτει ξανά απ’ την αρχή πράγματα ξεχασμένα, τότε οι σκιές όσων έφυγαν ανακατεύονται με τις σκιές που δεν ήρθαν ακόμα.

Η κούραση με έκανε να παραιτηθώ απ’ όλα και να καθήσω με μια αγκαλιά παλιά βιβλία, να θυμηθώ ιστορίες ξεχασμένες ειπωμένες από στόματα που δεν μιλούν πια.

Ένα βιβλίο με ποιήματα έγραφε ότι διαβάζεται δίπλα στο τζάκι. Από το εξώφυλλο με έβαλε σε σκέψεις. Αναλογίστηκα εκείνους τους ανθρώπους που κάθονταν στο τζάκι τους για να το διαβάσουν και λαχταρούσαν να έχουν κεντρική θέρμανση γιατί –για να θυμηθώ τον Πουαρώ- το τζάκι σου τσουρουφλίζει τα πόδια ενώ τα ρεύματα σου παγώνουν την πλάτη. Κι εμείς που έχουμε κεντρική θέρμανση πάλι δεν είμαστε ευχαριστημένοι, αλλά νοσταλγούμε το τζάκι σαν πιο ρομαντικό, πιο γαλήνιο, πιο οικογενειακό. Ποτέ δεν είμαστε ευχαριστημένοι με ό,τι έχουμε. Πάντα αυτό που δεν έχουμε είναι που βαραίνει…

Και μετά, όταν το άνοιξα, το πρώτο ποίημα που διάβασα έλεγε για τον παγετό, που μετατρέπει το πιο κοινό πράγμα σε κάτι μαγικό. Το χορτάρι γίνεται πολύτιμος κρύσταλλος, τα γυμνά κλαδιά ντύνονται με διαμάντια, η ασχήμια χάνεται και τα πάντα καθρεφτίζουν τη λάμψη μιας παγερής κι απρόσιτης ομορφιάς…

Και σκέφτηκα, τι ωραίο που θα ήταν να μπορούσα να βρώ ένα νεραϊδο-ραβδάκι και να ραντίσω τη μέρα μου με παγετό κι η κάθε στιγμή, η κάθε ώρα να γίνει ένα κρυσταλλάκι αστραφτερό που θα καθρεφτίζει όλη την ομορφιά κι όλη την παγωμένη γαλήνη του κόσμου. Και θα πάγωνα και τα Χριστούγεννα και τις φλόγες στο τζάκι και κάθε τι που θα ήθελα να κρατήσω…

Σας εύχομαι Καλά Χριστούγεννα, όπου και όπως κι αν τα περάσετε, είτε μπροστά στο τζάκι να σας καίει τα πόδια ενώ η πλάτη σας παγώνει, ή μέσα στη θαλπωρή της κεντρικής θέρμανσης.

0 Responses

Δημοσίευση σχολίου