Ο πίνακας ήταν παλιός, ο μουσαμάς του σ’ ένα σημείο σχισμένος. Οι ιδιοκτήτες του τον ξεφορτώθηκαν αδιάφορα, αφού δεν είχε μεγάλη αξία οικονομική και - προφανώς- δεν είχε και καμμία συναισθηματική αξία γι’ αυτούς.

Το πρόσωπο στον πίνακα είχε μεγάλα μάτια και πολύ θλιμμένα. Άπλωσα το χέρι μου και ακούμπησα την παλάμη μου πάνω στο θαμπό απ’ τα χρόνια μουσαμά. Μια συγκεκριμένη ύλη, που έρχεται σε επαφή με μια άλλη πολύ συγκεκριμένη ύλη.

Κι όμως, γιατί δεν είναι τόσο απλό; Γιατί, κάτω από την παλάμη μου δεν είναι μόνο μουσαμάς, αλλά το μάλλινο αδρό ύφασμα κι από κάτω, ο ζωντανός, αν άυλος χτύπος μιας καρδιάς που, άπαξ και χτύπησε κάποτε, ίσως και να εξακολουθεί να χτυπάει;

Κι ακόμα, το χέρι που έβαλε τη μια πινελιά πάνω στην άλλη, ή δίπλα την άλλη, έμενε ζεστό από το χτύπο της καρδιάς που του έδινε ζωή, για να δώσει κι αυτό με τη σειρά του ζωή στα χρώματα…..

Τώρα που ο χτύπος της εκείνης της καρδιάς σταμάτησε, το άγγιγμα μιας καρδιάς που εξακολουθεί να χτυπάει ζεσταίνει τη μνήμη της ζωής και της αίσθησης ότι μετέχεις σ’ αυτόν τον κόσμο.

Αν ένας πίνακας που τον έχουν απορρίψει οι πάντες, έχει ανάγκη ζεστασιά ενός χεριού, όλοι εκείνοι που είναι κλεισμένοι ολομόναχοι και παγωμένοι – παρά την προσεκτικά ρυθμισμένη θερμοκρασία – στους απρόσωπους και πεθαμένους τοίχους μουσείων, πόσο νεκροί νιώθουν;

Αυτά είναι ιδέες, όχι πραγματικότητα, μου σχολίασε ένας φίλος.

Ιδέα είναι η ζωή που δημιουργεί; Ιδέα είναι η διάθεση που βάζει στη δημιουργία του ο δημιουργός που πηγάζει από μια στιγμή – ή μια ώρα – και απευθύνεται σε κάποιον, σε ένα πρόσωπο και διηγείται μια ιστορία;

Η ύλη δεν έχει ιδέα και η ιδέα δεν έχει ύλη;

0 Responses

Δημοσίευση σχολίου