Τη δέκατη μέρα αυτού του μηνός, ο κόσμος μας έγινε πιο φτωχός. Ελάχιστοι άνθρωποι το κατάλαβαν. Δεν άδειασαν οι τσέπες μας περισσότερο, δεν μπήκαν νέοι φόροι, δεν έγιναν νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, άρα, τα πλήθη δεν έχουν λόγο να ενδιαφερθούν.

Ο κόσμος όμως έγινε πιο φτωχός, γιατί έφυγε ένας από τους τελευταίους- ίσως ο τελευταίος- μιας γενιάς ανθρώπων που ήξεραν το μυστικό του πώς να ζούν. Μια ώρα της δικής τους ζωής ζυγίζει περισσότερο από ένα χρόνο αποβλακωμένης απάθειας των καλοβολεμένων αστών.

Θα μπορούσε και εκείνος να έχει ζήσει μια καλοβολεμένη ζωή, γιατί γεννήθηκε από αριστοκράτες γονείς, τον Sir Lewis Leigh Fermor και την Eileen, κόρη του Charles Toafle Amber, στην Ινδία του 1915.

Ύστερα από τρία χρόνια στο Kings School του Canterbury, όπου ήταν αδύνατο να προσαρμοστεί στους κανόνες της κλασσικής παιδείας, οι γονείς του τον έβαλαν σε μια στρατιωτική σχολή, για να κάνει, τουλάχιστον, καριέρα στο στρατό. Εκείνος όμως, στα 18 του χρόνια, ξεκίνησε από το Rotterdam με τα πόδια για την Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας την πορεία των Σταυροφόρων.

Το ότι δεν τα πήγαινε καλά με την ακαδημαϊκή παιδεία δεν σήμαινε ότι η μόρφωση του έμεινε πίσω. Απλά, για άλλη μια φορά, επιβεβαιώθηκε ότι δεν μπορεί να μπει μέτρο στους ανθρώπους που είναι πάνω και πέρα από τα κοινά μέτρα.

Στο πρώτο αυτό ταξίδι του, εκτός από το διάβασμά του που ήταν αδιάκοπο, πρόσθεσε κι άλλες γλώσσες στα Γαλλικά και τα Γερμανικά που ήδη μιλούσε: έμαθε Βουλγαρικά, Ρουμανικά και Ελληνικά, που τα μιλούσε σαν τη μητρική του γλώσσα. Και από αυτό το πρώτο του ταξίδι ξεκίνησε η μεγάλη του αγάπη για την Ελλάδα. Αγάπη όχι θεωρητική, αλλά πραγματική, αφού γνώρισε κάθε σπιθαμή της όσο δεν την γνωρίζουμε εμείς οι ίδιοι οι Έλληνες. Γνώρισε τους ανθρώπους της, όσο εμείς δεν ενδιαφερόμαστε να τους γνωρίσουμε. Αριστοκράτης αυτός, - αργότερα παρασημοφορήθηκε – και πήρε και μεγάλη θέση από την κυβέρνηση του-προτιμούσε, αντί να συχνάζει σε σαλόνια και δεξιώσεις, να δουλεύει με τους ανθρώπους των χωριών με κτηνοτρόφους και αγρότες και ψαράδες και να κοιμάται σε στάνες και αγροτόσπιτα και καλύβες.

Είχε ξεκινήσει να μεταφράζει το για πάντα Οδυσσέας, του Κωνσταντίνου Ροδοκανάκη, όταν ξέσπασε πόλεμος. Γύρισε στην Αγγλία και έσπευσε να καταταγεί στους Ιρλανδούς Φρουρούς και τοποθετήθηκε σαν σύνδεσμος της κυβέρνησης του με την Ελλάδα, λόγω των Ελληνικών που μιλούσε. Πολέμησε με τον Ελληνικό στρατό και στην Αλβανία και στην Κρήτη και μετά τη Γερμανική Κατοχή υπηρέτησε στη Μέση Ανατολή, στην Αντικατασκοπεία.

Εκεί, πρότεινε το σχέδιο για μια επιχείρηση που την έφερε σε πέρας ο ίδιος – 25 ετών ταγματάρχης- μαζί με τον λοχαγό William Stanley Moss και δύο Κρητικούς πράκτορες.

Το σχέδιο ήταν να απαγάγουν τον στρατηγό, Friedrich- Wilhelm Muller, τον ιδιαίτερα σκληρό και βάναυσο στρατιωτικό διοικητή της Κρήτης και να τον φέρουν αιχμάλωτο στην Αίγυπτο.

Αυτό καθεαυτό το σχέδιο, δείχνει τη γενναιότητα αλλά και την ευγένεια της ψυχής του εμπνευστή του. Όπως είπε ο ίδιος αργότερα, ήθελε να κάνει «μια συμβολική χειρονομία, χωρίς να χυθεί αίμα, χωρίς σαμποτάζ και εκρήξεις. Κάτι που θα χτυπούσε τον εχθρό σκληρά.»

Πράγματι, το βράδυ της 26ης Απριλίου, οι τέσσερις κατάσκοποι, ντυμένοι με Γερμανικές στολές, σταμάτησαν το αυτοκίνητο του Γερμανού διοικητή, ενώ γύριζε στο σπίτι του, τη βίλλα Αριάδνη, στην Κνωσό. Ο διοικητής – που δεν ήταν ο Muller, αλλά ο αντικαταστάτης του στρατηγός Heinrich Kreipe – ακινητοποιήθηκε με την απειλή μαχαιριού στο πίσω κάθισμα, ενώ ο Patrick Leigh Fermor φόρεσε το καπέλο του και παρίστανε εκείνος τον διοικητή.

Έτσι πέρασαν με επιτυχία 22 γερμανικά μπλόκα, προτού εγκαταλείψουν το αυτοκίνητο, αφήνοντας μέσα έγγραφα που αποδείκνυαν ότι η απαγωγή ήταν επιχείρηση της Βρετανικής αντικατασκοπείας, ώστε να μην υπάρξουν αντίποινα στους ντόπιους.

Με όλο το γερμανικό στρατό του νησιού να τους κυνηγάει, ο Patrick Leigh Fermor και οι συμπολεμιστές τους διέσχισαν τα βουνά μέχρι τη νότια πλευρά του νησιού, όπου επιβιβάστηκαν σε μια βρετανική άκαυτο και οδήγησαν τον αιχμάλωτο Γερμανό στρατηγό στο συμμαχικό στρατηγείο στο Κάιρο.

Ο Patrick Leigh Fermor περιγράφει όλη αυτή την επιχείρηση στο βιβλίο του A Time of gifts. Περιγράφει επίσης το σύνδεσμο που αισθάνθηκε να τον δένει με τον εχθρό του όταν, ενώ περίμεναν τη βρετανική άκαυτο, παρακολουθώντας τον ήλιο να ανατέλλει πίσω από τα Κρητικά βουνά, ο Γερμανός στρατηγός άρχισε να απαγγέλει μια ωδή του Οράτιου, κι ο Patrick Leigh Fermor τη συνέχισε. Ο στρατηγός γράφει ο Patrick Leigh Fermor γύρισε και τον κοίταξε και είπε: «Αχ ώστε έτσι, Κύριε Ταγματάρχα!» Κι ο πόλεμος σταμάτησε να υπάρχει!

Μετά τον πόλεμο, ο Patrick Leigh Fermor παντρεύτηκε την κόρη ενός υποκόμη, αλλά επέλεξε να εγκατασταθεί στη Μάνη, σε ένα σπίτι που το έχτισε ο ίδιος πέτρα-πέτρα, μαζί με τη γυναίκα του. Η μοναδική, ίσως, λάθος απόφαση της ζωής του, - επειδή δεν είχε παιδιά και η γυναίκα του πέθανε πρώτη το 2003 – ήταν να κληροδοτήσει το σπίτι του στο Μουσείο Μπενάκη, για να φιλοξενούνται οι ξένοι λογοτέχνες που θα επισκέπτονται την πατρίδα μας! Χαμένο θα πάει, όπως τόσα και τόσα άλλα κτίρια του δημοσίου!

Οι ντόπιοι δεν είχαν ιδέα για το πόσο σπουδαίος ήταν ο άνθρωπος που τον φώναζαν «κυρ Μιχάλη». Έγραψε και ένα βιβλίο που λέγεται ΜΑΝΗ, κι άλλο ένα που λέγεται ΡΟΥΜΕΛΗ. Έγραψε για τους ανθρώπους και τη ζωή τους, για τους φίλους που άφηνε από όπου περνούσε, για το γέλιο και τα δάκρυά τους, για την αθωότητα και για το πότε χάθηκε. Περιττό να σας πω ότι είναι θέμα να βρεις τα βιβλία του και στη Μάνη και στη Ρούμελη.

Θα μπορούσε κανείς να γράψει ολόκληρο βιβλίο για τη ζωή αυτού του ιδιαίτερου ανθρώπου. Εγώ θα ήθελα μόνο να σας πω ότι έζησε μέχρι την ώρα που πέθανε. Αρκεί να σας αναφέρω ότι στα, 70 του διέσχισε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο! Και θα ήθελα ακόμα να σας βάλω σε σκέψεις για το πώς ζούμε εμείς. Και για το αν, την ώρα του δικού μας θανάτου, θα είμαστε τόσο γεμάτοι από ανθρώπους και τόπους, από γνώσεις και εμπειρίες, όπως ήταν ο κυρ Μιχάλης, ο κατά κόσμον γεμάτος βραβεία και παράσημα Sir Patrick Michael Leigh Fermor.

0 Responses

Δημοσίευση σχολίου