Ανοιξιάτικο αεράκι, μαζί με τη βροχούλα, είναι ότι καλύτερο γι’ αυτή την εποχή! Αυτό φαίνεται κι απ’ τα λουλούδια που έχουν φουντώσει ακόμα και μέσα στο τσιμέντο. Μόνο οι άνθρωποι είμαστε αναίσθητοι, απ’ ότι φαίνεται.

Πόσο πιο αναίσθητοι μπορεί να γίνουμε; Σάββατο μεσημέρι, στο κέντρο της πόλης, την ώρα που η λαϊκή αγορά είναι γεμάτη ανθρώπους που πάνε να βγάλουν το μεροκάματο κι από οικογενειάρχες που πάνε να βγάλουν την εβδομάδα με το μισθό που εξανεμίζεται μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους βρίσκουν να κάνουν επίθεση μια ομάδα αλήτες. Γιατί μόνο αλήτες μπορεί να τους ονομάσει κανείς. Γιατί έπρεπε όλοι εμείς, οι χαμένοι στη σαββατιάτικη τεμπελιά μας, να έχουμε κατέβει απ’ τα σπίτια μας και να τους έχουμε στείλει αυτούς στο νοσοκομείο, αντί για τους ταλαίπωρους βιοπαλαιστές που τραυματίστηκαν.

Εμείς όμως προτιμήσαμε να γυρίσουμε αλλού το κεφάλι για να μη βλέπουμε. Αφού δεν είμαστε εμείς στο νοσοκομείο, τι μας νοιάζει; Αν εμείς είμαστε καλά, γαία πυρί μιχθήτω….. Σιγά μη κάτσουμε να σκάσουμε…..

Στον ένα δρόμο πέφτουν δακρυγόνα, στον αμέσως επόμενο και στους παράπλευρους πεζοδρόμους δεν μπορείς να περπατήσεις γιατί τα τραπεζάκια δεν σου αφήνουν ούτε χιλιοστό να περάσεις. Καφέ, εστιατόρια και μπαρ άνοιξαν τις πόρτες και τα έβγαλαν όλα έξω, το ένα δίπλα στο άλλο. Και το καθένα να παίζει τη δική του μουσική και να συναγωνίζονται ποιο θα τη βάλει δυνατότερα, μέχρι να τρελαθούν οι περαστικοί και – ταλαίπωροι- κάτοικοι!...

Έχασα την πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα και ψάχνω να τη βρω. Τη «Μενεξεδένια πολιτεία» του Τερζάκη, με τα μαβιά δειλινά και τους μενεξέδες στις γλάστρες. Έχασα τους ανθρώπους που γνώριζα, ανθρώπους που καλημέριζαν ο ένας τον άλλον με το χαμόγελο, που βοηθούσαν με αυτοθυσία ο ένας τον άλλον, που νοιάζονταν για το ζευγάρι που καυγάδιζε στο διπλανό σπίτι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, έστω κι αν κάποτε γίνονταν και κουτσομπόληδες.

Έχασα τους ανθρώπους που ενδιαφέρονταν, ανησυχούσαν, έπασχαν. Τους ανθρώπους που δεν έκαιγαν τους οικογενειάρχες και τους μεροκαματιάρηδες της λαϊκής αγοράς, αλλά έμπαιναν στη φωτιά να σώσουν το βιός του διπλανού τους.

Έχασα τους ανθρώπους, γενικά…… Ο κόσμος μου γέμισε με αιμοβόρα ζόμπι που τρέφονται με ανθρώπινες σάρκες…… Τη βρώμα της σήψης τους δεν μπορεί να τη διώξει ούτε το ανοιξιάτικο αεράκι. Ούτε τα λουλούδια που απόμειναν………

Ο δικός σας κόσμος, πώς πάει;

0 Responses

Δημοσίευση σχολίου