Ο Ιούνιος, από μόνος του, είναι δύσκολος μήνας. Η ζέστη είναι πολύ κοντά, οι διακοπές φαντάζουν πολύ μακριά, κι η δουλειά στο φουλ. Όλη η κούραση του χρόνου βαραίνει αφόρητα κι η αναμονή των διακοπών είναι πολύ μικρή παρηγοριά. Αν σ' αυτά προσθέσει κανείς την αβεβαιότητα, την αγωνία για το αύριο και -γιατί όχι- την απόγνωση της φετινής χρονιάς, το κοκτέιλ είναι εκρηκτικό.

Ζώντας, λοιπόν, άλλον ένα Ιούνιο στην Αθήνα, ξεχώρισα από όλο το πολύπλοκο και πολύχρωμο καθημερινό μωσαϊκό δυο κομματάκια του που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.

Ένα μεσημέρι, μέσα στη ζέστη και στη βιασύνη, πλήρωνα στο ταμείο του super market, περιμένοντας ανυπόμονα να τελειώσω και να φύγω. Στην κυρία που περίμενε μετά από μένα στη σειρά, δεν της είχα ρίξει ούτε ένα βλέμμα, σαν να μην υπήρχε. Εκείνη όμως, έσκυψε χαμογελώντας και μου είπε πόσο πολύ της άρεσε η τσάντα μου -ήταν πράσινη με κόκκινα λουλουδάκια- γιατί της φαινόταν χαρούμενη και καλοκαιρινή. Και πρόσθεσε: "μην απορείτε που σας το λέω. Έχω αποφασίσει από 'δω και πέρα, ό,τι καλό σκεφτώ να το λέω στον άλλον. Μας έχει γίνει τόσο συνήθεια να λέμε κάθε τι άσχημο που μας έρχεται στο νου στους άλλους, να είμαστε εύκολα αγενείς και απρόσεκτοι, ώστε δεν αντέχω αυτή την κατάσταση. Γι' αυτό αποφάσισα κι εγώ να λέω ό,τι καλό μου έρχεται στο νου, κι όχι ό,τι κακό..."

Μια πολύ απλή και λογική σκέψη. Και, ξαφνικά, ένας άνθρωπος άγνωστος, που δεν σου έπιανε τόπο μέχρι εκείνη τη στιγμή, σου ζεσταίνει την καρδιά και σου αλλάζει τη μέρα και σε κάνει να βλέπεις τον κόσμο όμορφο!

Απ' την άλλη, ένα πρωί μια συννεφιασμένης μέρας, όταν η ζέστη κι η υγρασία δοκίμαζαν τις αντοχές των ανθρώπων και τους έκαναν ακόμη πιο ευερέθιστους από συνήθως, περνούσα μέσα στο αυτοκίνητο από ένα δρόμο στενό, που τον στένευαν περισσότερο τα παρκαρισμένα και στις δυο πλευρές αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι έτρεχαν με το κεφάλι κάτω κι ο ουρανός βάραινε χωρίς να ξεθυμαίνει με μια καλή βροχή. Και, σε μια στιγμή, χωρίς να δω από πού ήρθε, ένα παιδάκι το πολύ εφτά-οχτώ χρόνων, φάνηκε να κατεβαίνει τρέχοντας στο δρόμο, έξω από τα παρκαρισμένα, δίπλα στα κινούμενα αυτοκίνητα, κλαίγοντας με λυγμούς. Ολομόναχο. Κανείς μεγάλος δεν ήταν μαζί του. Κανείς περαστικός δεν γύρισε να το κοιτάξει. Κανείς δεν αναρωτήθηκε πού πηγαίνει ένα μικρό παιδάκι κλαίγοντας, τι έχει και κλαίει, πώς να το βοηθήσει. Ούτε κι εγώ δεν σταμάτησα να κατέβω να του μιλήσω. Ώσπου να το δω και να συνειδητοποιήσω τι βλέπω, είχα ήδη απομακρυνθεί δυο τετράγωνα. Το κλαμένο πρόσωπο όμως δεν απομακρύνθηκε από τα μάτια μου όλη τη μέρα -κι ακόμα δεν έχει φύγει. Τι πόλη φτιάξαμε; Τι ζωή φτιάξαμε; ένα παιδί να τρέχει κλαίγοντας και κανείς να μην υπάρχει να το ακούσει. Ένα παιδί ολομόναχο ανάμεσα σε δεκάδες βιαστικών μουτρωμένων ανθρώπων. Μια πόλη που τα παιδιά είναι μόνα τους, μπορεί να λέγεται πολιτισμένη και ανθρώπινη πόλη;

1 Response
  1. Είμαστε στο ''εγώ και όχι στο εμείς''για να παραφράσω τον Μακρυγιάννη...κι αυτό που μας ρίχνει ενίοτε σε απόγνωση είναι ''η ασυνείδητη αδιαφορία του σημερινού Έλληνα για τον άλλον άνθρωπο, εμπρός σ΄ένα κακομοιριασμένο κέρδος''όπως θα έλεγε και ο σοφός δάσκαλος Σεφέρης.Η ύπαρξή μας καθημερινά ενίσταται στην δύναμη του κακού που βρήκε τρόπο να εξευτελίσει έναν ολόκληρο κόσμο..ωστόσω απροσδόκητα,αχτίδες κατακόρυφου μεσημεριάτικου καλοκαιρινού φωτός με αιφνιδιαστική διαύγεια μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε πως θα μπορούσαμε να βλέπουμε με άλλα μάτια, αρκεί να πετούσαμε τα ξυλοπόδαρα του ψεύτικου εαυτού μας ν'ανοίγαμε προσεχτικά το ξύλινο μπαουλάκι του Θεόφιλου, που κάθε άνθρωπος έχει κι απο ένα,και να βγάζαμε από την ψυχή μας τα πιό πολύτιμά της σύνεργα για να φτιάξουμε μιαν ΣΧΕΣΗ.


Δημοσίευση σχολίου