Ὀταν η ζέστη λυώνει την άσφαλτο. Όταν έχεις κολλήσει στήν κίνηση, μέσα στόν ήλιο, κι οι μισοί οδηγοί γύρω σου αφήνουν το φανάρι να σβήνει γιατί έχουν μισοκοιμηθεί, ενώ οι άλλοι μισοί βρίζονται μεταξύ τους γιατί τα νεύρα τους έχουν γίνει φύκια. Όταν περνάει δίπλα στο αυτί σου, κάνοντας οχτάρια γύρω απ᾽τα ακίνητα αυτοκίνητα κι ο νεαρός με το μηχανάκι με την πειραγμένη εξάτμιση και ίσα που γλιτώνεις την ανακοπή απ᾽την τρομάρα. Όταν όλα γύρω μοιάζουν άσχημα, ανυπόφορα καί βρώμικα. Όταν έπιασες πάτο και δέν πάει πάρα κάτω. Τότε τι γίνεται;
          Το ανακάλυψα σήμερα το -εφιαλτικό- πρωί! Μέσα στην απελπισία μου, σκέφτηκα νά παίξω ένα παιχνίδι. Σκέφτηκα να προσποιηθώ πως, αυτό το πρωί, δεν είναι πανομοιότυπο με το χθεσινό και το προχθεσινό, η ίδια βρώμα, η ίδια φριχτή ζέστη, η ίδια υπνηλία, τα ίδια κουρελιασμένα νεύρα, το ίδιο ταλαίπωρο και μίζερο κομμάτι της ανθρωπότητας, που παλεύει να επιβιώσει στους άθλιους δρόμους μιας πόλης, που θα μπορούσε να ανήκει στα πιό σκοτεινά μεσαιωνικά χρόνια της Δύσης, στις πόλεις χωρίς στοιχειώδη υγιεινή, που η πανούκλα παραφύλαγε σε κάθε γωνιά, παρέα με τους αρουραίους σε μέγεθος γάτας.
          Σκέφτηκα, λοιπόν, αν δεν είχα γεννηθεί εδώ, αν ερχόμουν για πρώτη φορά, όπως, μετά από ένα μακρύ ταξίδι, μπαίνεις σε μια άγνωστη πόλη και παρατηρείς γύρω σου με ενδιαφέρον κάθε λεπτομέρεια, που θα σου αποκαλύψει το χαρακτήρα και -ίσως- καί μερικά από τα μικρά καί μεγάλα μυστικά της.
          Έτσι, κοίταξα γύρω μου με τα μάτια ενός ξένου. Καί είδα: είχα σταματήσει σ᾽ένα φανάρι, που έβγαζε σε έναν από τους μεγάλους κεντρικούς δρόμους. Δεξιά μου, ένα δέντρο με λεπτά καταπράσινα φύλλα και κάτι αστεία ξεμαλλιασμένα μωβ λουλούδια, που χόρευαν στο ελαφρύ αεράκι, σαν κουτσομπόλες φιλενάδες που παρατηρούν τους περαστικούς και σκύβουν να ψιθυρίσουν σχόλια η μια στην άλλη. Δυο ψηλές ακακίες και πέντε -έξη λεύκες. Ποτέ μου δεν είχα προσέξει πόσες πολλές λεύκες, ούτε είχα ακούσει το θρόισμα τους.
          Αριστερά μου, ένα πολύ παλιό σπίτι, με τους εξωτερικούς του τοίχους ξεφτισμένους. Στο πλάι του ὅμως, μια χαμηλή μάντρα με σιδερένια κάγκελλα που κατέληγαν σε λόγχες, διατηρούσαν ζωηρό το πράσινο χρώμα τους. Και πίσω από τα κάγκελλα μια τιγρέ μαμά γατούλα καθόταν στητή και περήφανη, παρατηρώντας μας με νωχελικά, μισόκλειστα μάτια, ενώ δίπλα της, το κοκκινομάλλικο γατί της -προφανώς είχε πάρει από το μπαμπά- έβγαζε το κεφαλάκι του ανάμεσα από τα κάγκελλα και κοίταζε άπληστα και περίεργα, με ολοστρόγγυλα καταπράσινα ματάκια, την παραμικρή κίνηση που του τραβούσε την προσοχή.
          Κι απέναντι, στην άλλη πλευρά του δρόμου, μπροστά σε μια πολυκατοικία που πριν μου φαινόταν παλιά και γκρίζα και θλιβερή, τώρα είδα πως υπήρχε ένα πανύψηλο δέντρο, που έφτανε πάνω από το δεύτερο όροφο. Τα φύλλα του ήταν σκουροπράσινα κι ανάμεσα του κρέμονταν τσαμπιά με ανοιχτοπράσινα λουλούδια!
          Το φανάρι ωστόσο άναψε πράσινο, κι ο οδηγός του πίσω αυτοκινήτου κόρναρε εκνευρισμένος γιατί καθυστερούσα, αλλά όταν έβγαλα το χέρι από το παράθυρο να του γνέψω συγνώμη με χαμόγελο, χαμογέλασε κι εκείνος και με χαιρέτησε.
          Τελικά, είναι τόσο απλό. Η ομορφιά και η ασχήμια είναι στα μάτια που κοιτάζουν.
                                        29/06/2019                          Νινέττα Βολουδάκη
0 Responses

Δημοσίευση σχολίου