Δρόμοι γύρω από το Λυκαβηττό, άδειοι από ανθρώπους και αυτοκίνητα. Παράδεισος για τα τζιτζίκια που τραγουδούν ξέφρενα. Στρωμένοι με αχνοκίτρινα λουλουδάκια που έχουν πέσει απ’ τα τσαμπιά που βαραίνουν τα κλαριά των δέντρων. Νομίζω πρέπει να είναι κουφοξυλιές. Δεν είχα προσέξει μέχρι σήμερα ότι είναι τόσες πολλές και τόσο φουντωμένες.
Ακόμα και στα παρτέρια με τα κίτρινα λουλουδάκια οι πεταλούδες έχουν στήσει χορό. Που κρύβονται, άραγε, τον υπόλοιπο καιρό; Γιατί δεν τις έχω δει άλλη μέρα;
Από πάνω ένας ουρανός σκεπασμένος με σύννεφα,  πουπουλένια γκριζωπά σύννεφα, που όμως καταφέρνει ακόμα να έχει φως. Αχνοκίτρινο, χλωμό, αλλά φως!
Και γύρω – γύρω, πάνω από δρόμους μια αγκαλιά από γκριζογάλανα βουνά, θαμπά από την απόσταση, στέκονται πιστοί φρουροί γύρω από μια πόλη που, ακόμα και άδεια, δεν ησυχάζει ούτε  μέρα, ούτε νύχτα. Μια πόλη που, στα χέρια άλλων κατοίκων, θα ήταν η ωραιότερη – ίσως – πόλη του κόσμου.
Αλλά, παρ’ όλα τα χάλια που την έχουμε καταντήσει, κάποιες ζεστές, νωχελικές μέρες σαν τη σημερινή, θυμίζει τον παλιό, νεανικό, πανέμορφο εαυτό της. Τέτοιες μέρες χαίρεσαι να περπατάς στους δρόμους, αντίθετα με τους γλάρους που βλέπουν τρομαγμένοι τα βραχάκια τους να σείονται από τις φωνές, τα ουρλιαχτά, τις μουσικές, τα καυσαέρια, την ένταση, τον εκνευρισμό, την αναστάτωση και τα σκουπίδια των ορδών των βαρβάρων που κατακλύζουν τις ακροθαλασσιές.
Κρίμα που δεν μπορώ να τους προσκαλέσω – τους γλάρους, βέβαια – στην ησυχία των άδειων δρόμων, να κάνουν παρέα με τα περιστέρια και τις πεταλούδες…. 
0 Responses

Δημοσίευση σχολίου