Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν – άνοιξη! – τη νομαδική ζωή. Καμιά έγνοια, κανένας δεσμός. Αλλού να ξημερώνεσαι το πρωί, αλλού να βραδιάζεις.
Το αίμα του Οδυσσέα κυλάει βαθειά στις φλέβες της φυλής μας;
Όλη η ζωή μας δεν είναι ένας δρόμος; Άλλοτε ομίχλη, άλλοτε λιακάδα, άλλοτε μέσα από πολλούς ανθρώπους, άλλοτε χωρίς να υπάρχει ψυχή ζωντανή τριγύρω.
Και θυμήθηκα – ξανά – την ιστορία του μαχαραγιά και του ζωγράφου:
Κάποτε, σε μια μακρινή χώρα της Ανατολής, ζούσε ένας πλούσιος και δυνατός μαχαραγιάς που είχε έναν αχώριστο φίλο ένα ζωγράφο, με τον οποίο είχε ζήσει από μικρό παιδί.
Μια μέρα όμως, όταν κι οι δυο βρίσκονταν στην ακμή της ηλικίας τους, ο ζωγράφος παρουσιάστηκε μπροστά στο μαχαραγιά και του είπε: « Δώσε μου άδεια να φύγω. Εδώ που περάσαμε τη ζωή μας, τα έχω δει όλα. Δεν υπάρχει τίποτα καινούριο να δω, τίποτα να ζωγραφίσω. Θέλω να γυρίσω τον κόσμο. Θέλω να γνωρίσω ότι δεν ξέρω.»
«Να φύγεις», του απάντησε ο μαχαραγιάς. «Όσο κι αν με στεναχωρεί, δεν μπορώ να σε κρατήσω. Αλλά  θέλω να κάνουμε μια συμφωνία. Θέλω κι εγώ να δω τον κόσμο μέσα από τα μάτια σου. Γι’ αυτό, θέλω να γυρίσεις πίσω – και θέλω να μου φέρεις ένα πίνακα, όπου θα έχεις ζωγραφίσει αυτό που είδες και έμαθες και σε εντυπωσίασε περισσότερο στον κόσμο.»
Ο ζωγράφος δέχτηκε τη συμφωνία και έφυγε.
Τα χρόνια πέρασαν, ο μαχαραγιάς γέρασε, αλλά δεν ξέχασε ποτέ το φίλο του. Πάντα τον σκεφτόταν κι ανησυχούσε μήπως φύγει από τη ζωή και δεν προλάβει να μοιραστεί με το ζωγράφο όλα τα θαυμαστά πράγματα που θα είχε εκείνος μάθει και θα είχε δει.
Μέχρι που, κάποια μέρα, οι αυλικοί του έφεραν την είδηση πως ο φίλος του ο ζωγράφος – γέρος κι αυτός πια κι αδύναμος απ’ τις περιπλανήσεις – είχε φτάσει στο παλάτι. Και, αντί για άλλες αποσκευές, κουβαλούσε μαζί του ένα τεράστιο τυλιγμένο μουσαμά.
Ανυπόμονος, ο μαχαραγιάς, μάζεψε όλη την αυλή του και κάθησε στο θρόνο του για να υποδεχτεί το φίλο του. Κι αφού τον αγκάλιασε και τον φίλησε, συγκινημένος, τον ζήτησε να μην τον κρατάει άλλο σε περιέργεια, αλλά να ξετυλίξει το μουσαμά και να του δείξει τι είχε ζωγραφίσει.
Πράγματι, ο ζωγράφος, άρχισε να ξετυλίγει και να ξετυλίγει τον τεράστιο μουσαμά, που κάλυψε όλο το μήκος της μεγαλύτερης αίθουσας του παλατιού του μαχαραγιά, της αίθουσας του θρόνου.
Κι όλοι οι αυλικοί – με πρώτο το μαχαραγιά – στριμώχτηκαν για να δουν τη θαυμαστή ζωγραφιά που θα τους φανέρωνε το μυστικό του κόσμου. Ο μουσαμάς όμως, είχε ζωγραφισμένο πάνω του μόνον ένα δρόμο.
«Αυτό είναι όλο;» αναφώνησε απογοητευμένος ο μαχαραγιάς. «Αυτό είδες και έμαθες από την περιπλάνησή σου σ’ όλο τον πλατύ και μεγάλο κόσμο;»
«Ά, ώστε δε σου φτάνει;» απάντησε ο ζωγράφος.
Κι ανέβηκε επάνω στο δρόμο, κι άρχισε να τον περπατάει, να τον περπατάει…………. 
………μέχρι που χάθηκε στη στροφή………

   
0 Responses

Δημοσίευση σχολίου