Το Βυζαντινό ημερολόγιο - συνεχίζοντας το Ρωμαϊκό - τοποθετούσε την αρχή του χρόνου στον Σεπτέμβριο. Μια λογική αρχή του κύκλου των εποχών και του χρόνου. Αυτή τη χρονιά έτυχε να γεννηθεί κι ένα γνωστό μου μωράκι ακριβώς την πρώτη μέρα του νέου κύκλου. Η ωραιότερη προοπτική της αρχής μιας ζωής: Η αρχή του Χρόνου!

Η αρχή του γενικού κύκλου του χρόνου, που συμπίπτει με την αρχή του προσωπικού κύκλου του χρόνου. Κι αφού, η αντίληψη και του χώρου και του χρόνου είναι προσωπική, το νεογέννητο θα μπορεί περήφανα να ισχυριστεί ότι ανακάλυψε την Αρχή του Χρόνου. Θα έχει συνήγορο και τον Shakespeare: What matters it what went before or after; Now with myself I will begin and end…..

Με τον ίδιο τρόπο ανακάλυψα κι εγώ αυτό το καλοκαίρι την άκρη του κόσμου.

Αμέτρητοι άνθρωποι έψαξαν και ψάχνουν για την άκρη του κόσμου, από τότε ακόμα που η ανθρωπότητα πίστευε ότι το τέλος βρισκόταν στις Ηράκλειες στήλες (το σημερινό Γιβραλτάρ) κι όποιος ταξίδευε πέρα από κει θα έπεφτε στο κενό.

Τώρα ξέρουμε ότι δεν υπάρχει άκρη απ’ όπου θα πέσει κανείς κάτω στο χάος, ωστόσο ακόμη περιπλανιόμαστε και ψάχνουμε.

Μέχρι να΄ρθει η στιγμή να καταλάβουμε ότι αυτό που ζητάμε δεν είναι τόπος. Είναι κατάσταση. Είναι συνδυασμός χώρου και χρόνου, στιγμής και ώρας και ματιών που βλέπουν και οξυδέρκειας που ακονίζεται στον κατάλληλο βαθμό.

Κι εγώ, αυτόν τον καιρό και χρόνο συνάντησα τη δική μου άκρη του κόσμου, πάνω σε μια βουνοκορφή τριγυρισμένη από μια κλειστή σειρά από άλλες βουνοκορφές.

Η θάλασσα ξεχώριζε στον πάτο της ανατολής και της δύσης, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώνει ότι περπατάς – ή πετάς – ακριβώς κάτω απ’τα σύννεφα.

Ψυχή ζωντανή δεν φαινόταν πουθενά. Μόνον ένας αετός ζυγιζόταν ακίνητος στον αέρα ψηλά, πάνω απ’ τα βουνά και δυο ζευγάρια γεράκια έκαναν κύκλους γύρω από τις πέτρες όπου είχαν τις φωλιές τους. Τα γεράκια που εδώ και πολλούς αιώνες, δίνουν στους ανθρώπους του τόπου την τέχνη τους και τ΄ όνομα τους.

Οι κραυγές τους μένουν να μετεωρίζονται στο στενό κύκλο των βουνών. Δεν χάνονται, αλλά προστίθενται η μια πάνω στην άλλη, έτσι ώστε η ηχώ τους να μη λείπει ποτέ, αλλά να πλανιέται αέναα στον αέρα.

Χρώματα δεν υπήρχαν παρά μόνο στους πολύ κοντινούς θάμνους και τα κυπαρίσσια. Ο ήλιος ξάσπριζε τα πάντα. Ακόμα και τους σωρούς τις πέτρες και τις πέτρινες καμάρες, ότι απόμεινε απ’ το κάποτε μεγάλο μοναστήρι του προφήτη Ηλία.

Απόμεινε και το εκκλησάκι με τις ξεθωριασμένες τοιχογραφίες, άσπρο κι αυτό, ολομόναχο και σιωπηλό όριο της άκρης του κόσμου.

Απόμειναν επίσης και οι σκιές αυτών που κάποτε υπήρξαν και τώρα πια δεν υπάρχουν.

Σιωπηλός στρατός που ακόμα φυλάει σκοπιά στην άκρη του κόσμου.

Τη δική τους άκρη του κόσμου.

Και τη δική μου…..

0 Responses

Δημοσίευση σχολίου