Αγαπητοί μου,

Αν θέλετε να διαβάσετε κάτι ευχάριστο για τον καινούριο χρόνο, θα σας συμβούλευα να μη συνεχίσετε την ανάγνωση!

Με άλλα λόγια, όσο κι αν έστυψα το μυαλό μου, δεν βρήκα και πολλά ευχάριστα πράγματα να σας γράψω. Δεν μπορώ καν να σας ευχηθώ καλό νέο χρόνο.

Στην περιοχή μου, τα μεσάνυχτα της ημερολογιακής αλλαγής, κάποιοι άνθρωποι έριχναν βεγγαλικά και φώναζαν από τα μπαλκόνια τους: έξω, να φύγει το 2020!

Αισιόδοξοι άνθρωποι! Να φύγει το 2020 και να έρθει τι; Το πρωί, που ξύπνησαν μετά από τον όποιον τρόπο ξόρκισαν και έδιωξαν το μισητό χρόνο -κι εγώ τον βρίσκω μισητό, δεν υπάρχει αμφιβολία- όμως, τι ακριβώς είχε αλλάξει στη ζωή τους; Και, μέχρι τώρα, που έχουν περάσει ήδη οι πρώτες μέρες, με την ίδια ακριβώς αδυσώπητη ταχύτητα του χρόνου που έφυγε, τι ακριβώς άλλαξε;

Οπωσδήποτε, θα υπάρξουν άνθρωποι που, μέσα σε μια στιγμή, μια μέρα, ένα μήνα, σε ολόκληρο το χρόνο, τέλος πάντων, θα πάρουν κοσμογονικές αποφάσεις, θα βάλουν άλλα θεμέλια στη ζωή τους, θα τους ανοιχτούν άλλες προοπτικές, έξω από τα συνηθισμένα. Μπράβο τους, καλό για αυτούς! Όμως, για τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινών θνητών, ο ένας χρόνος διαδέχεται τον άλλον σε μια μονότονη επίπεδη συνέχεια. Και, για την ακρίβεια, ο χρόνος συνεχίζει να τυλίγεται γύρω από το ίδιο κουβάρι, ενώ η ανθρωπότητα τυλίγεται μαζί του, σαν ελάχιστα μόρια σκόνης κολλημένα πάνω στο νήμα.

Κάθε χρόνος που περνάει προστίθεται πάνω στους άλλους και κάθε γενεά ανθρώπινη προστίθεται, κι αυτή, πάνω στις προηγούμενες. Και κάθε νέα κοσμοθεωρία -ή απλά θεωρία- προστίθεται, ή διορθώνει, ή ανατρέπει τις προηγούμενες, με αποτέλεσμα, μια ιδέα, ή ένα σύστημα, που έγινε αιτία να χαθούν πολλές ανθρώπινες ζωές, σήμερα να μην εντυπωσιάζει και να μην παθιάζεται κανείς για ό,τι χθες ήταν το πιο σπουδαίο δόγμα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Έτσι χτίζονται και χάνονται αυτοκρατορίες και βασίλεια, έτσι ανεβαίνουν και πέφτουν τύραννοι, έτσι υψώνονται τείχη, τα οποία γίνονται τάφος ανθρώπινων ψυχών (όπως το τείχος του Βερολίνου) για να γκρεμιστούν μετά μέσα σε μια νύχτα και κανείς να μην θυμάται γιατί έπρεπε να πεθάνουν τόσοι άνθρωποι όταν προσπάθησαν να το αψηφήσουν.

Έτσι ξεκίνησαν χιλιάδες νεαρά παιδιά, στην ακμή της ζωής τους, για να πάνε σε μέρη μακρινά και εντελώς διαφορετικά από την πατρίδα τους, υπηρετώντας τα αποικιακά οράματα, που κάποιοι τους “πούλησαν” για ιδανικά. Έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πίσω. Και σήμερα οι χώρες τους καταδικάζουν οι ίδιες το αποικιοκρατικό παρελθόν τους και παραδέχονται πως σκότωσαν άδικα τα παιδιά τους, δηλαδή, έμμεσα παραδέχονται ότι τα θεωρούσαν, “scum of the earth”, τη βρώμα, δηλαδή, της γης, όπως ονόμαζε τους στρατιώτες του ο περίφημος “ήρωας” νικητής του Βατερλώ, ο Ουέλλινγκτον!

Τόσες χιλιάδες χρόνια, τόσο πολύ νήμα στο κουβάρι του χρόνου και το μόνο σταθερό της ανθρωπότητας είναι ο πόνος και ο θάνατος που προστίθεται πάνω στον πόνο και στο θάνατο, εξαιτίας της ανθρώπινης βλακείας και κακίας! Επιτέλους, πια, κανείς δεν κουράζεται;

Αγαπητοί μου,

Με συγχωρείτε αν σας στενοχώρησα. Να είσαστε όλοι καλά, αλλά δεν μπορώ να σας ευχηθώ καλή νέα χρονιά. Γιατί δεν έχει τίποτα το νέο και τίποτα καλό. Θα μπορούσε, όμως, να είχε, αν όλοι μαζί αποφασίζαμε να πετάξουμε κάθε τι παλιό, να κόβαμε οριστικά το νήμα και τη σκόνη του και να αρχίζαμε από την αρχή, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του ποιητή:

“Πήραμε τη ζωή μας λάθος, Κι αλλάξαμε ζωή...”


Νινέττα Βολουδάκη                         5 Ιανουαρίου 2021


“Δεν είναι μίσος το να πεις την αλήθεια” έγραψε τις τελευταίες μέρες στα social media η γνωστή συγγραφέας J. K. Rowling και έχει απόλυτο δίκιο.
Το θέμα όμως είναι ότι μίσος δεν πρέπει να έχει όχι μόνον αυτός που λέει την αλήθεια, αλλά και αυτός που την ακούει. Και στις μέρες μας το μίσος φαίνεται να ξεχειλίζει από παντού και από όσους υποστηρίζουν κάτι που το θεωρούν αληθινό αλλά και από όσους διαφωνούν για την αλήθεια αυτού που λέγεται.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί κανείς να μην εκπλαγεί από την αντίδραση που ξεσηκώθηκε εναντίον της συγκεκριμένης συγγραφέως, που μέχρι πριν λίγες μέρες έχαιρε της λατρείας σχεδόν των αναγνωστών της. Αντίδραση που κρατάει εδώ και μια εβδομάδα, από τότε που τόλμησε να εκφράσει στο twitter την ενόχλησή της, γιατί σε ένα άρθρο, προκειμένου να μην γράψουν τη λέξη “γυναίκα” -γιατί, απ ̓ό,τι φαίνεται είναι έγκλημα να είναι κανείς ξεκάθαρος με το φύλο του- χρησιμοποιήθηκε ο όρος: άνθρωπος που έχει έμμηνη ρύση!!!
Η Rowling τόλμησε να γράψει ότι το φύλο του κάθε ανθρώπου έχει νόημα και ότι η κοινότητα των τρανσέξουαλς κοντεύει να εξαφανίσει τον όρο  ̔γυναίκα ̓ από τη βιολογική και πολιτική του διάσταση.
Η θύελλα που έχει ξεσηκωθεί από αυτή την πολύ απλή αντίδραση για κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, έχει πάρει διαστάσεις που προβληματίζουν κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Η συγγραφέας έχει δεχτεί ένα κύμα από χιλιάδες σχόλια, που τη βρίζουν με χυδαιότητα, όπως επίσης έχει δεχτεί ανατριχιαστικές απειλές για τη ζωή της! Άνθρωποι που μέχρι χθες την εγκωμίαζαν, τώρα την αποδοκιμάζουν, ακόμη και οι ηθοποιοί που της χρωστούν αποκλειστικά την καριέρα τους. Πανεπιστήμια που παρακαλούσαν για μια της διάλεξη, τώρα την αποκλείουν! Οι ίδιοι αναγνώστες που έκαναν ουρά έξω από τα βιβλία από την παραμονή της κυκλοφορίας των βιβλίων της, ξάγρυπνοι, για να προλάβουν τα πρώτα αντίτυπα, μην τύχει και εξαντληθούν, τώρα κινητοποιούνται με την ίδια μανία, για να τα σαμποτάρουν! Μόνο στην πυρά που δεν απαιτούν να οδηγηθεί!!!
Οι ίδιοι άνθρωποι που περηφανεύονται για την πρόοδο, οι ίδιοι που καταδικάζουν την Ιερά Εξέταση και τη στενομυαλιά και την υποκρισία της κάθε εκκλησίας και της κάθε θρησκείας, δείχνονται πιο στυγνοί, και πιο αδίσταχτοι από τις πιο σκοτεινές εποχές της ιστορίας!
Δεν μπορώ, όμως, να μην αναρωτηθώ για την ειρωνεία της κατάστασης. Πριν λίγα χρόνια, η τυφλή δύναμη της μαζικής υστερίας ήταν υπέρ της. Ποιος τολμούσε να πει κάτι απαξιωτικό για τα βιβλία της; Ποιος τολμούσε να σχολιάσει το ζοφερό και καταθλιπτικό κόσμο των ηρώων της, σαν παντελώς ακατάλληλο για παιδιά; Ούτε όταν εκδηλώθηκε σαν επιδημία το ψυχολογικό σύνδρομο των παιδικών πονοκεφάλων, που είχε αποκλειστική αιτία την εμμονική ανάγνωση της σειράς των βιβλίων του Harry Potter, επιδημία που πανικόβαλε μεγάλο αριθμό γονέων, ούτε τότε δεν καταλάγιασε η μαζική υστερία των οπαδών του cult του μαγικού σύμπαντος των ηρώων της.
Πού πήγαν τώρα όλα αυτά; Πώς γύρισαν πρόσωπο, σαν το θεό Ιανό; Γιατί, μην ξεχνάμε, αυτοί που τώρα τη βρίζουν χυδαία και την απειλούν, είναι τα παιδιά που μεγάλωσαν με τα βιβλία της. Οι περισσότεροι, της το δηλώνουν καθαρά. Παιδιά μεγαλωμένα για να γίνουν άνθρωποι σκοτεινοί, άγριοι, επιθετικοί, κολλημένοι με υστερία στις εμμονές τους... Ιδανικοί πολίτες της άθρησκης, άφυλης και απάτριδος ανθρωπότητας του μέλλοντος!


Νινέττα Βολουδάκη                   15 Ιουνίου 2020

Η Σκωτία, σαν χώρα αλλά και ο λαός της, έχει πολλά κοινά με τη δική μας χώρα και το δικό μας λαό. Σε πολλά σημεία, η ορεινή σκωτσέζικη γη -ποτισμένη από το αίμα των παιδιών της στον ίδιο βαθμό που είναι και η δική μας- με τη γαλήνη των λόφων της, ιδίως όταν ανθίζουν τα ρείκια, με τα μικρά χωριουδάκια της και την αίσθηση του αέρα της, θυμίζουν έντονα Ελλάδα. Αλλά και οι άνθρωποι, ανοιχτόκαρδοι, φιλόξενοι και λιγάκι παλαβιάρηδες και καυγατζήδες, είναι σίγουρα, αν όχι αδέλφια μας, πρώτα μας ξαδέλφια οπωσδήποτε!
Γι ̓αυτό μου έκανε εντύπωση σήμερα, που διάβαζα για την επέτειο της Διακήρυξης του Arbroath, ακριβώς 700 χρόνια πριν, στις 6 Απριλίου του 1320, που στάλθηκε στον Πάπα Ιωάννη ΧΧΙΙ για να εξασφαλίσει την αναγνώριση της Σκωτίας σαν ανεξάρτητο κράτος, ελεύθερο από την Αγγλική κυριαρχία και να καταξιώσει τον νικητή της μάχης του Bannockburn, Robert Bruce, σαν Ηγεμόνα και Βασιλιά της. Δεν θα σας κουράσω με ιστορικές αφηγήσεις, αν και η ζωή του Robert Bruce μοιάζει με συναρπαστικό μυθιστόρημα. Θα σας πω μόνο, για να δείτε πόσο μας μοιάζουν, ότι η διχόνοια ανάμεσα στις φατρίες και στις μεγάλες οικογένειες, άφησε να περάσουν έξη χρόνια από τη μάχη του Bannockburn, όπου νικήθηκαν οι Άγγλοι, μέχρι να συμφωνήσουν επιτέλους να μαζευτούν 50 κόμητες και βαρώνοι να βάλουν τις σφραγίδες τους κάτω από την Διακήρυξη. Τότε τα επίσημα έγγραφα είχαν σφραγίδες, δεν υπογράφονταν.
Ωστόσο, ο πάπας είχε αφορίσει τον Robert Bruce -παράξενο!- αλλά παρ ̓όλα αυτά η διακήρυξη γράφτηκε από τον Βερνάρδο, ηγούμενο του Arbroath απαντώντας πλάγια στον πάπα με την περίφημη φράση: “όσο μένουν έστω και εκατό από εμάς ζωντανοί, ποτέ, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν πρόκειται να μείνουμε κάτω από αγγλική επικυριαρχία!”

Επιπλέον, περιέχει και την περίφημη διακήρυξη που θυμίζει τόσο πολύ τους δικούς μας εθνικούς αγώνες: “Γιατί πολεμάμε όχι για δόξα, ούτε πλούτη, ούτε τιμές, αλλά γι ̓αυτήν μόνο την ελευθερία, την οποία ποτέ κανείς καλός άνθρωπος δεν παραδίδει, παρά μόνο μαζί με την ίδια του τη ζωή!”


Νινέττα Βολουδάκη                           6 Απριλίου 2020


https://youtu.be/tfJ9m_3BWsE 
Φωτογραφία από τους TIMES του Λονδίνου, της 16ης Μαρτίου 2020. Αστυνομικός, στη Βαρκελώνη, σταματάει μια γυναίκα που κάνει τζόγκινγκ και της ζητάει το λόγο γιατί δεν είναι κλεισμένη στο σπίτι της!

Ποτέ μου δεν μου άρεσε να γράφω ή να ασχολούμαι με τη σύγχρονη πολιτική. Τη θεωρώ μια κακοστημένη θεατρική παράσταση, παιγμένη από ατάλαντους ηθοποιούς, που κάποιες ώρες αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας. Μόνο τις φωτογραφίες του Τραμπ και του Τζόνσον -για να μην πω τίποτα για τη Μέρκελ- να παρατηρήσει προσεκτικά κανείς, φτάνει για να καταλάβει ότι κάποιοι, δεν ξέρω ποιοί, γελάνε με την καρδιά τους σε βάρος μας!
Και καλά κάνουν και μας εμπαίζουν, γιατί το αξίζουμε, αφού δεχόμαστε ευχαρίστως να μας κυβερνούν άνθρωποι που έχουν ξεπουλήσει και το τελευταίο ίχνος όσης αξιοπρέπειας είχαν ποτέ τους, για να αγοράσουν το όνειρο της εξουσίας. Γιατί όνειρο εξουσίας αγοράζουν. Πραγματική εξουσία δεν έχουν, αφού είναι αιχμάλωτοι των κρυφών αφεντικών τους. Απόδειξη πως, όσους τόλμησαν να κουνηθούν λίγο διαφορετικά από εκεί που καθοδηγήθηκαν, τους έφαγε ένα καλοστημένο σκάνδαλο, που παρουσιάστηκε όλως τυχαίως την κατάλληλη στιγμή, ενώ -στις περισσότερες περιπτώσεις- υπήρχε για χρόνια και χρόνια και όλοι το ήξεραν, αλλά όλοι έκαναν τον βλάκα, γιατί ακόμα δεν είχε έρθει η ώρα να βγει στο φως. Είναι το: “πώς νομίζεις ότι κυβερνάμε; με τα συρτάρια!” Όπως είχε ξεδιάντροπα δηλώσει ένας παλιός πολιτικός!
Για γέλια λοιπόν είμαστε. Αλλά τώρα πια είμαστε και για κλάμματα. Γιατί τώρα πια, δεν είναι οι πολιτικοί μας, που ξεπουλάνε την αξιοπρέπεια τους για μια στραβή καρέκλα, τώρα είμαστε και οι λαοί που τα ξεπουλάμε όλα. Ιδίως ο δικός μας, ο κάποτε καλαίσθητος, ο κάποτε ποιοτικός, ο κάποτε φιλόσοφος λαός, που τώρα δεν διαθέτει τίποτα από το κάποτε. Το ξεπούλησε κομματάκι κομματάκι, μαζί με τη γη του, με τη θάλασσά του, με το φιλότιμό του, με την ευγένεια του, με τον αλτρουισμό του, με την κουλτούρα του. Πρώτα ξεπουλήθηκε για την “πρόοδο”. Μετά για να μοιάσει στους “πολιτισμένους”. Μετά ξεπουλήθηκε για λεφτά. Και, τώρα, ξεπουλιέται για να ζήσει. Να ζήσει, έστω και πατώντας πάνω στο διπλανό του, τον οποίο κοιτάζει καχύποπτα πίσω από τη μάσκα του, τηρώντας ευλαβικά τα δύο μέτρα που θα τον σώσουν. Να ζήσει, ενσκήπτοντας σαν ακρίδα, πάνω σε όλα τα απαραίτητα και μη των super markets, να ζήσει με τα μακαρόνια του και τα αλεύρια του και τα αντισηπτικά του και τα γάντια του που θα τον χωρίζουν από τους μολυσμένους γύρω του και -αυτό που το πάτε- τα αμέτρητα χαρτιά υγείας του!!!
Να ζήσει ο εαυτούλης μας κι ας γίνει στάχτη η οικουμένη. Εγώ να είμαι καλά και “γαία πυρί μειχθήτω”, κορόιδα!
Κι ωστόσο, η Πανευρωπαϊκή δικτατορία είναι γεγονός και κανείς σκέφτεται να αντιδράσει, γιατί όλοι πουλάμε ελευθερία για να αγοράσουμε ζωή. Κι αν όχι ζωή, τότε το δικαίωμα να πεθάνουμε σε μια εντατική, σαν σφαχτάρια σε πάγκο του χασάπη, έχοντας και την προειδοποίηση των γιατρών ότι θα αναλάβουν ρόλο θεών και θα αποφασίζουν ποιούς θα βγάζουν από τα μηχανήματα και θα τους αφήνουν να πεθαίνουν και σε ποιούς θα προσφέρουν σωτηρία!
Ωραία ζωή! Ακριβοπληρωμένη!

17/3/2020                                                       Νινέττα Βολουδάκη



Δεν ξέρω που ζείτε και τι σχέση έχετε με τους ήχους του περιβάλλοντος. Θα σας μιλήσω από τη δική μου πλευρά, σαν άνθρωπος πού ζει στο κέντρο μιας πολύβουης πόλης, που δεν ξέρει τι θα πει σιωπή, ούτε μέρα, ούτε νύχτα! Που μπορεί να ψυχολογήσει κάθε τύπο ανθρώπου, από τον ήχο της μηχανής του, ή του αυτοκινήτου του. Που, αν μπορούσε, θα κατέβαινε να μοιράζει δωρεάν ηρεμιστικά, ιδίως τις μεταμεσονύχτιες ώρες, σε όλους τους ῾πειραγμένους,᾽ που ῾πειράζουν᾽ τις εξατμίσεις τους, ή ανεβαίνουν το δρόμο με τα ηχεία στο τέρμα, για να γεμίσει το μυαλό(;) τους -με τι να πω; μεράκλωμα; ταρακούνημα; φτιάξιμο; βρείτε εσείς τη λέξη!- μήπως και τύχει να μείνει καμιά γωνίτσα νηφάλια! Και, μαζί με τα ηρεμιστικά, θα τους εξηγούσε ότι δεν αισθάνεσαι καλύτερα με τον εαυτό σου αν σπρώχνεις τους άλλους να θέλουν να σου πετάξουν στο -κούφιο σου;- κεφάλι ό,τι γλάστρα έχουν και δεν έχουν στο μπαλκόνι τους…
Κάποτε, σε μια επίσκεψη στο κάστρο του Ακροκόρινθου, ένας φίλος, που έχει ζήσει τα περισσότερα χρόνια του στην Αμερική, μου είχε πει ότι, αν πάρεις έναν κάτοικο της Νέας Υόρκης και τον ανεβάσεις στην κορυφή του Ακροκόρινθου και τον αφήσεις εκεί όλη μέρα, θα κατεβεί παράφρων, από την πολλή ησυχία! Σημειωτέον ότι δεν έχει απόλυτη ησυχία στον Ακροκόρινθο, γιατί ο θόρυβος από τα αυτοκίνητα φτάνει μέχρι επάνω σαν μακρινό μελίσσι, άρα, είναι ελεύθερο στη φαντασία του καθενός το πώς θα αντιδράσει ο κάτοικος της Νέας Υόρκης σε μια ολόκληρη μέρα πραγματικής σιωπής! Και, για να μην πάμε και πολύ μακριά, σκεφτείτε τι θα πάθει ο κάτοικος οποιασδήποτε πόλης που έχει ποτιστεί μέχρι το βάθος της ύπαρξής του με την ασταμάτητη βαβούρα του εαυτού του και του περιβάλλοντος και δεν αντέχει να μείνει ούτε λεπτό χωρίς αυτήν.
Κι όμως, η σιωπή είναι η αρχή μας. Και η σιωπή είναι και η κατάληξη μας. Η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος. Είχα διαβάσει στον συγγραφέα John Lewis-Stempel ότι μπορούσε να καταλάβει όταν περπατούσε τη νύχτα, μέσα σε απόλυτο σκοτάδι, σε ποιό μέρος του δάσους περπατούσε! Από τι; Από τον ήχο των φύλλων στα γύρω του δέντρα! Ίσως βοηθάει βέβαια, το ότι ο εν λόγω συγγραφέας είναι και αγρότης και η οικογένειά του ζει στο Herefordshire εδώ και 700 χρόνια!
Ωστόσο, περπατώντας στα δρομάκια μιας καστροπολιτείας -απ᾽αυτές που μόνο στην Ελλάδα μπορείς να βρεις- μέσα στη σιωπή και την ακινησία που είναι το καταστάλαγμα τόσων αιώνων ζωής, συνειδητοποίησα γιατί η σιωπή είναι γλώσσα, που τη μαθαίνεις, όπως μαθαίνεις να μιλάς τη μητρική σου γλώσσα. Γιατί εκεί, καταλαβαίνεις ότι όλες οι γενιές που έζησαν σ᾽ένα τόπο που τώρα στέκει άδειος, έχτισαν τη σιωπή του. Έφτιαξαν αυτή τη γλώσσα με τις δικές τους φωνές, τα γέλια, τους θρήνους, τις κραυγές, την αγωνία, τη χαρά τον πόνο τους. Με τη ζωή και το θάνατο τους. Και είναι η ζωή κι ο θάνατος τους που αντηχεί ακόμα στα άδεια σπίτια και στα έρημα δρομάκια, που κάποτε ήταν γεμάτα φασαρία, όπως είναι τα δικά μας. Και η σιωπή έγινε ο λόγος τους, όπως κάποτε θα γίνει ο λόγος της δικής μας ζωής και του δικού μας θορύβου.
Καλή χρονιά!

   01/01/2020                                    Νινέττα Βολουδάκη




Γιά φανταστείτε να ανοίγατε τα μάτια σας μια μέρα σ ̓ένα κόσμο άγνωστο, σ ̓ένα σπίτι που δεν είχατε ποτέ ξαναδεί, ανάμεσα σε ξένους που τους βλέπατε γιά πρώτη φορά. Να μη θυμάστε τίποτα από τη ζωή σας, να μη γνωρίζετε κανέναν από αυτούς που σας μιλούν κι ας ισχυρίζονται πως σας ξέρουν πολύ καλά, σας μιλούν για τον εαυτό σας, για το τι σας αρέσει και τι όχι, για το τι σας κάνει να γελάτε και τι να κλαίτε, κι εσείς δεν έχετε ιδέαν για τι πράγμα μιλάνε, γιατί δεν ξέρετε καν τι θα πει χαρά και τι θα πει θλίψη, πώς είναι να νοιώθεις κάτι, να συγκλονίζεσαι από κάτι. Φανταστείτε να είσαστε ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν καί άρα, χωρίς ιδέαν τι είναι το μέλλον σας και χωρίς να ελέγχετε ούτε και το λίγο παρόν που σας ανήκει, αφού δεν έχετε στοιχεία να ξεχωρίσετε τό φίλο από τον εχθρό, αυτόν που σας μιλάει με ειλικρίνεια, από αυτόν που θέλει να σας κοροϊδέψει!
ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΗΓΕΤΗΣ, ΘΑ ΥΠΟΧΡΕΩΝΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΝΑ ΜΑΘΟΥΝ ΙΣΤΟΡΙΑ!
Όχι γιά να τα παιδεύω, υποχρεώνοντας τα να αποστηθίζουν παπαγαλία χρονολογίες κι αποσπασματικά γεγονότα χωρίς νόημα -κάτι σαν εφιαλτικό flash back χωρίς αρχή και τέλος- αλλά για να μάθουν τη ζωή, σαν άνθρωποι που γνωρίζουν το παρελθόν τους, έχουν έλεγχο του παρόντος τους και ξέρουν πώς θα χτίσουν το μέλλον τους. Για να σπουδάσουν τι θα πει άνθρωπος, αυτό το παράξενο ον το ικανό για τη μεγαλύτερη καλοσύνη αλλά και τη μεγαλύτερη θηριωδία.
Για να φιλοσοφήσουν πάνω στό τι μας έσπρωξε και μας σπρώχνει ακόμα να οργανώνουμε κοινωνίες με κανόνες και νόμους, πώς ζούμε και πεθαίνουμε σ ̓αυτές, δεμένοι μεταξύ μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, όλες οι φυλές και όλοι οι λαοί και πόσο σημαντικά πράγματα είναι η ζωή και ο θάνατος του καθενός και πόσο επηρεάζει τη ζωή και το θάνατο όλου του ανθρώπινου γένους, αυτών που πέρασαν κι αυτών που είναι κι αυτών που θα έρθουν.
Για να προβληματιστούν πάνω στο τι είναι αυτό που μας σπρώχνει να σκοτώνουμε ο ένας τόν άλλον, να αρπάζουμε τα υπάρχοντα του άλλου, το σπίτι του, τη γη του, να εισβάλουμε στο χώρο του και να τον καταπατάμε. Γιατί αυτός ο πόλεμος δεν έγινε μία, δύο, ή εκατό φορές, αλλά γίνεται κάθε μέρα στις κοινωνίες μας, στις οικογένειες μας, στους εργασιακούς χώρους μας, στούς δρόμους που περπατάμε σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, ή και στο αυτοκίνητο που οδηγούμε βρίζοντας ο ένας τον άλλον!
Αν ήμουν παγκόσμιος ηγέτης θα υποχρέωνα όλα τα παιδιά να μάθουν Ιστορία γιά να τρομάξουν μαθαίνοντας πόσες φορές ο άνθρωπος θα είχε σωθεί από κόπο και πόνο και δυσβάσταχτα δεινά, αν είχε τη σοφία και τη νηφαλιότητα να ανοίξει τα μάτια του να δει και να αναγνωρίσει τα σημάδια που οδηγούσαν στην καταστροφή. Γιατί αυτή η γνώση θα γίνει σωτηρία τους και στην προσωπική τους ζωή και στη ζωή των κοινωνιών και των λαών, που θα έχουν τέτοιους πολίτες.
Αν ήμουν παγκόσμιος ηγέτης θα υποχρέωνα όλα τα παιδιά να μάθουν Ιστορία για να αναγνωρίσουν -και να τρομάξουν- ότι αν δεν μάθουν Ιστορία, θα μάθουν την ιστορία μιας ζωής διαποτισμένης μέσα στην “αλήθεια” του George Orwell:

WAR IS PEACE
FREEDOM IS SLAVERY
IGNORANCE IS STRENGTH!

Και σε μετάφραση:
Ο πόλεμος είναι ειρήνη
Η ελευθερία είναι σκλαβιά
Η αμάθεια είναι δύναμη!

    08/11/2019                                                            Νινέττα Βολουδάκη




Σε ένα παλιό Μίκυ Μάους, υπήρχε μιά πολύ όμορφη ιστοριούλα. Ο περίφημος Κύρος ο εφευρέτης, ακούγοντας ένα πουλάκι που κελαηδούσε έξω από το παράθυρο του, θέλησε να μάθει το λόγο που κελαηδούν τα πουλάκια. Κατασκεύασε, λοιπόν, έναν υπολογιστή, που είχε τις απαντήσεις γιά όλα τα ερωτήματα (η ιστορία ήταν γραμμένη τη δεκαετία του  ̓80, πριν από τους  ̔παντογνώστες ̓ σημερινούς υπολογιστές) και τον ρώτησε γιατί κελαηδούσε το πουλάκι. Ο υπολογιστής του απάντησε: ίσως είναι χαρούμενο, ίσως είναι λυπημένο, ίσως είναι και λιγάκι τρελό. Ο Κύρος θύμωσε και πέταξε στα σκουπίδια τον υπολογιστή και μετά αποφάσισε να φτιάξει ένα μικροσκοπικό καπελάκι που να διαβάζει τις σκέψεις των πουλιών και να τις μετατρέπει σε λόγια. Κατασκεύασε το καπελάκι, έπιασε το πουλάκι, του το φόρεσε και επιτέλους μπόρεσε να ρωτήσει το ίδιο γιατί κελαηδούσε. Και το πουλάκι απάντησε: ίσως είμαι χαρούμενο, ίσως είμαι λυπημένο, ίσως είμαι και λιγάκι τρελό!
Αυτή η ιστορία μου ήρθε στο νου, όταν σήμερα, Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019, διάβασα ένα άρθρο στους TIMES, που γράφει ότι, μια ομάδα επιστημόνων στό πανεπιστήμιο Texas Southwestern, δημοσίευσε ανακοίνωση, στήν οποία καυχιέται ότι δίδαξε ένα είδος Αυστραλιανού παπαγάλου να τραγουδάει ένα διαφορετικό τραγούδι από αυτό που, το συγκεκριμένο είδος πουλιών, το διδάσκονται από τον πατέρα τους! Ένας από τους ερευνητές, ο νευροχειρουργός Todd Roberts του ODonnel Brain Institude του εν λόγω πανεπιστημίου, δήλωσε ότι η έρευνα έχει εντοπίσει με ακρίβεια το σημείο του εγκεφάλου όπου κρύβονται οι μνήμες που συνδέονται με τήν ικανότητα μιμήσεως καί συμπεριφοράς όλων των πλασμάτων, το σημείο, δηλαδή του εγκεφάλου που μας διδάσκει μέσω της μιμήσεως, από τη γλώσσα που μιλάμε, μέχρι ένα μουσικό όργανο που θα μάθουμε νά παίζουμε. Εντοπίζοντας, λοιπόν, αυτό το κέντρο, έστειλαν μέσω καλωδίων οπτικών ινών φωτεινές αστραπές στον εγκέφαλο των πουλιών, εμφυτεύοντάς τους ψεύτικες μνήμες και διδάσκοντας τα έτσι ένα διαφορετικό τραγούδι από αυτό που μαθαίνουν από τους γονείς τους!
Δεν μπορεί να μην απορήσει κανείς με την άνευ όρων και ορίων  ̔πρόοδο ̓ της ανθρωπότητας. Άντε να δεχτούμε πως, η ιστοριούλα του Κύρου του εφευρέτη, που απευθύνεται σε παιδιά, και όχι μόνο, εκφράζει τη φυσική δίψα του ανθρώπου για τη γνώση και την κατανόηση του κόσμου που τον περιβάλει. Ως εδώ καλά. Η επέμβαση πάνω στο περιβάλλον του, όμως, τι αποτέλεσμα μπορεί να έχει, εκτός από διατάραξη της αρμονίας των ειδών και καταστροφή; Υπάρχει, βέβαια, για όλα, μια δικαιολογία. Η συγκεκριμένη έρευνα και τα τεράστια κονδύλια που τη συνοδεύουν, γίνεται -εκτός από το να λύσει το βιοτικό πρόβλημα των ερευνητών- για να βοηθηθεί το πρόβλημα του αυτισμού. Και για να λύσουμε ένα ανθρώπινο πρόβλημα, πρέπει να δημιουργήσουμε προβλήματα σε άλλα ταλαίπωρα είδη του ζωικού και φυτικού βασιλείου, αγνοώντας -καί αδιαφορώντας- για τα προβλήματα που δημιουργούμε και για την καταστροφή που σκορπίζουμε. Φανταζόσαστε, μια ομάδα πουλιών, που θα μιλάει μια διαφορετική γλώσσα από τα άλλα του είδους του και δεν θα μπορεί νά συνεννοηθεί μαζί τους; πώς θα επιβιώσουν; τι μεταχείριση θα έχουν από τα υπόλοιπα; μέχρι πού θα φτάσει η διάσπαση της φυσικής αρμονίας; τι καλό έχουμε κάνει μέχρι σήμερα, όλες αυτές τις χιλιετίες που ο άνθρωπος υποτίθεται αγωνίζεται να προοδεύσει, να φωτιστεί και να φωτίσει, να μάθει καί να ανακαλύψει; τι έχει σώσει ο άνθρωπος; τι έχει αφήσει πίσω του σ ̓ όλους τους  ̔νέους ̓ κόσμους που ανακάλυψε, εκτός από καταστροφή και θάνατο και υποδούλωση των συνανθρώπων του;
Τελικά, ποιός θα σώσει αυτόν τον πλανήτη από εμάς και από την πρόοδο μας;

                                     09/10/2019                                   Νινέττα Βολουδάκη


         Ὀταν η ζέστη λυώνει την άσφαλτο. Όταν έχεις κολλήσει στήν κίνηση, μέσα στόν ήλιο, κι οι μισοί οδηγοί γύρω σου αφήνουν το φανάρι να σβήνει γιατί έχουν μισοκοιμηθεί, ενώ οι άλλοι μισοί βρίζονται μεταξύ τους γιατί τα νεύρα τους έχουν γίνει φύκια. Όταν περνάει δίπλα στο αυτί σου, κάνοντας οχτάρια γύρω απ᾽τα ακίνητα αυτοκίνητα κι ο νεαρός με το μηχανάκι με την πειραγμένη εξάτμιση και ίσα που γλιτώνεις την ανακοπή απ᾽την τρομάρα. Όταν όλα γύρω μοιάζουν άσχημα, ανυπόφορα καί βρώμικα. Όταν έπιασες πάτο και δέν πάει πάρα κάτω. Τότε τι γίνεται;
          Το ανακάλυψα σήμερα το -εφιαλτικό- πρωί! Μέσα στην απελπισία μου, σκέφτηκα νά παίξω ένα παιχνίδι. Σκέφτηκα να προσποιηθώ πως, αυτό το πρωί, δεν είναι πανομοιότυπο με το χθεσινό και το προχθεσινό, η ίδια βρώμα, η ίδια φριχτή ζέστη, η ίδια υπνηλία, τα ίδια κουρελιασμένα νεύρα, το ίδιο ταλαίπωρο και μίζερο κομμάτι της ανθρωπότητας, που παλεύει να επιβιώσει στους άθλιους δρόμους μιας πόλης, που θα μπορούσε να ανήκει στα πιό σκοτεινά μεσαιωνικά χρόνια της Δύσης, στις πόλεις χωρίς στοιχειώδη υγιεινή, που η πανούκλα παραφύλαγε σε κάθε γωνιά, παρέα με τους αρουραίους σε μέγεθος γάτας.
          Σκέφτηκα, λοιπόν, αν δεν είχα γεννηθεί εδώ, αν ερχόμουν για πρώτη φορά, όπως, μετά από ένα μακρύ ταξίδι, μπαίνεις σε μια άγνωστη πόλη και παρατηρείς γύρω σου με ενδιαφέρον κάθε λεπτομέρεια, που θα σου αποκαλύψει το χαρακτήρα και -ίσως- καί μερικά από τα μικρά καί μεγάλα μυστικά της.
          Έτσι, κοίταξα γύρω μου με τα μάτια ενός ξένου. Καί είδα: είχα σταματήσει σ᾽ένα φανάρι, που έβγαζε σε έναν από τους μεγάλους κεντρικούς δρόμους. Δεξιά μου, ένα δέντρο με λεπτά καταπράσινα φύλλα και κάτι αστεία ξεμαλλιασμένα μωβ λουλούδια, που χόρευαν στο ελαφρύ αεράκι, σαν κουτσομπόλες φιλενάδες που παρατηρούν τους περαστικούς και σκύβουν να ψιθυρίσουν σχόλια η μια στην άλλη. Δυο ψηλές ακακίες και πέντε -έξη λεύκες. Ποτέ μου δεν είχα προσέξει πόσες πολλές λεύκες, ούτε είχα ακούσει το θρόισμα τους.
          Αριστερά μου, ένα πολύ παλιό σπίτι, με τους εξωτερικούς του τοίχους ξεφτισμένους. Στο πλάι του ὅμως, μια χαμηλή μάντρα με σιδερένια κάγκελλα που κατέληγαν σε λόγχες, διατηρούσαν ζωηρό το πράσινο χρώμα τους. Και πίσω από τα κάγκελλα μια τιγρέ μαμά γατούλα καθόταν στητή και περήφανη, παρατηρώντας μας με νωχελικά, μισόκλειστα μάτια, ενώ δίπλα της, το κοκκινομάλλικο γατί της -προφανώς είχε πάρει από το μπαμπά- έβγαζε το κεφαλάκι του ανάμεσα από τα κάγκελλα και κοίταζε άπληστα και περίεργα, με ολοστρόγγυλα καταπράσινα ματάκια, την παραμικρή κίνηση που του τραβούσε την προσοχή.
          Κι απέναντι, στην άλλη πλευρά του δρόμου, μπροστά σε μια πολυκατοικία που πριν μου φαινόταν παλιά και γκρίζα και θλιβερή, τώρα είδα πως υπήρχε ένα πανύψηλο δέντρο, που έφτανε πάνω από το δεύτερο όροφο. Τα φύλλα του ήταν σκουροπράσινα κι ανάμεσα του κρέμονταν τσαμπιά με ανοιχτοπράσινα λουλούδια!
          Το φανάρι ωστόσο άναψε πράσινο, κι ο οδηγός του πίσω αυτοκινήτου κόρναρε εκνευρισμένος γιατί καθυστερούσα, αλλά όταν έβγαλα το χέρι από το παράθυρο να του γνέψω συγνώμη με χαμόγελο, χαμογέλασε κι εκείνος και με χαιρέτησε.
          Τελικά, είναι τόσο απλό. Η ομορφιά και η ασχήμια είναι στα μάτια που κοιτάζουν.
                                        29/06/2019                          Νινέττα Βολουδάκη